σεμνότυφος

σεμνότυφος
coy

Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σεμνότυφος — η, ο, Ν αυτός που επιδεικνύει προσποιητή σεμνότητα και σοβαρότητα, που προσποιείται ότι είναι σεμνός και σοβαρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σεμνός + τῦφος «αλαζονεία». Η λ. μαρτυρείται από το 1864 στον Ι. Δ. Βρατσάνο] …   Dictionary of Greek

  • σεμνότυφος — η, ο αυτός που δείχνει ψεύτικη σεμνότητα: Σεμνότυφη γυναίκα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”